- γωνίτσα
- η1. μικρή γωνία2. μικρός τόπος3. σπίτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γωνίτσα — η 1. μικρή γωνία, απόμερος τόπος: Θέλω μια γωνίτσα για να κοιμηθώ. 2. το σπίτι: Κάθε βράδυ γυρίζει στη γωνίτσα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκωνούλα — η [αγκωνή] 1. (χαϊδευτ.) η αγκωνή* 2. μικρό σπίτι, σπιτάκι, «γωνίτσα» … Dictionary of Greek
ακρίτσα — η [άκρα] 1. τοποθεσία, απόμερη γωνίτσα 2. λέγεται χαϊδευτικά για την άκρη οποιουδήποτε αντικειμένου … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Σλουτσέφσκι, Κονσταντίν Κονσταντίνοβιτς — Ρώσος ποιητής (Πετρούπολη 1837 1904). Ήταν οπαδός του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη». Κυκλοφόρησε ανάμεσα στα 1880 και 1890 τέσσερις συλλογές από τις οποίες η τελευταία Τραγούδια από μια γωνίτσα είναι ένας υπέροχος ύμνος για τη ζωή και την… … Dictionary of Greek